- μηθαμά
- μηθαμά (Α) επίρρ. βλ. μηδαμά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
μηδαμά — και μηθαμά (Α) επίρρ. 1. (χρόνου) ποτέ, μηδέποτε 2. (τρόπου) με κανέναν τρόπο («μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῡν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. ά] … Dictionary of Greek